- δερματουργικός
- -ή, -ό (Α δερματουργικός, -ή, -όν)όποιος αναφέρεται ή ανήκει στον δερματουργό*νεοελλ.όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δερματουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματουργική — δερματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματουργικήν — δερματουργικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)